Η οικογενειακή στέγη μετά τη διακοπή της συμβίωσης
1. Ποια είναι η έννοια του όρου «οικογενειακή στέγη»;
Ως οικογενειακή στέγη ορίζεται αποκλειστικά και μόνο το ακίνητο στο οποίο έχουν την κύρια διαμονή τους οι σύζυγοι. Δεν αποτελεί, επομένως, οικογενειακή κατοικία η εξοχική κατοικία όπου παραθερίζουν οι σύζυγοι ή όπου πηγαίνουν περιστασιακά. Σε περίπτωση που η κατοικία χρησιμοποιείται και ως επαγγελματική στέγη του ενός ή και των δύο συζύγων, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «οικογενειακή στέγη» εφόσον η κύρια χρήση της είναι η διαμονή των συζύγων. Τέλος, αν οι σύζυγοι χρησιμοποιούν δύο κατοικίες στις οποίες διαμένουν κατά περίπου ίσα χρονικά διαστήματα, τότε και οι δύο αυτές κατοικίες μπορούν να χαρακτηριστούν «οικογενειακή στέγη».
Ποιος από τους συζύγους δικαιούται να παραμείνει στην οικογενειακή κατοικία μετά τη διακοπή της συμβίωσης;
Στο νόμο προβλέπεται η δυνατότητα παραχώρησης της χρήσης της οικογενειακής στέγης στον σύζυγο που δεν είναι κύριος ή μισθωτής του ακινήτου, αν συντρέχουν λόγοι επιείκιας στο πρόσωπό του ή αυτό επιβάλλει το συμφέρον των παιδιών. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η δυσκολία εύρεσης νέας κατοικίας από έναν εκ των δύο συζύγων λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, η χρήση της κατοικίας από έναν σύζυγο και ως επαγγελματικής στέγης, η απόσταση της κατοικίας από τον χώρο εργασίας του συζύγου, ενώ μπορεί να συνεκτιμηθεί και η τυχόν δυσχερής οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σύζυγος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνη η δυσχερής οικονομική κατάσταση του συζύγου δεν αρκεί για να του αποδοθεί η οικογενειακή κατοικία, ενώ από την άλλη το γεγονός ότι ο ένας σύζυγος είναι ευκατάστατος δεν αποκλείει την απόδοση σε αυτόν του ακινήτο. Ουσιαστικά συνεκτιμάται το σύνολο των συνθηκών οι οποίες επιβάλλουν των απόδοση της οικογενειακής στέγης σε αυτόν τον σύζυγο που έχει σημαντικούς λόγους να μην αλλάξει κατοικία.
Τέλος, σε περίπτωση που υπάρχουν παιδιά, η οικογενειακή κατοικία δίδεται κατά κανόνα στον γονέα που έχει τη γονική μέριμνα, ώστε να μην χρειαστεί να αλλάξουν τα παιδιά σχολείο ή γειτονιά, χωρίς ωστόσο ο κανόνα αυτός να είναι απαράβατος.
Πως διαμορφώνονται τα δικαιώματα του συζύγου που είναι κύριος της κατοικίας;
Σε περίπτωση που αποδίδεται η οικογενειακή στέγη στον σύζυγο που δεν είναι κύριος του ακινήτου, τότε αυτός αποκτά δικαίωμα χρήσης του, δηλαδή γίνεται κάτοχος του ακινήτου, ενώ κύριος και νομέας παραμένει ο άλλος σύζυγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο σύζυγος που αποκτά τη χρήση της οικογενειακής κατοικίας οφείλει να καταβάλει αντάλαγμα στον κύριο. Το ύψος του ανταλλάγματος εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση του συζύγου που αποκτά τη χρήση και μπορεί να εξισώνεται ή να είναι μικρότερο της πραγματικής αξίας μίσθωσης του ακινήτου. Ενδέχεται, σε περίπτωση που ο κύριος του ακινήτου παρέχει και διατροφή πέραν της χρήσης της κατοικίας, να μειωθεί το ποσό της διατροφής κατά ποσό ανάλογο της μισθωτικής αξίας του ακινήτου ή μικρότερο αυτής.
Ο κύριος του ακινήτου διατηρεί φυσικά το δικαίωμα να μεταβιβάσει την κυριότητά του σε τρίτο, ο οποίος, ωστόσο, αφού μπορεί να γνωρίζει την ύπαρξη δικαστικής απόφασης που παραχωρεί τη χρήση της κατοικίας στον άλλο σύζυγο, δεσμεύεται από αυτήν. Επομένως, ακόμα κι αν μεταβιβαστεί η κυριότητα του ακινήτου, ο νέος κύριος δεν μπορεί να στερήσει από τον δικαιούχο σύζυγο τη χρήση του ακινήτου.
Τέλος, σε περίπτωση που οι δύο σύζυγοι είναι συγκύριοι του ακινήτου, παραμένουν συγκύριοι και συννομείς, με τη δικαστική απόφαση όμως δίδεται το δικαίωμα κατοχής σε έναν εκ των δύο. Τα δικαιώματα του άλλου συγκυρίου και συννομέως συζύγου διαμορφώνονται όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω.
Πως διαμορφώνεται η κατάσταση όταν η κυριότητα του ακινήτου ανήκει σε τρίτο;
Συχνές είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η οικογενειακή στέγη δεν ανήκει κατά κυριότητα σε κανέναν από τους δύο συζύγους αλλά σε τρίτο, ο οποίος τους εκμισθώνει το ακίνητο. Στις περιπτώσεις αυτές ο σύζυγος – μισθωτής ενδέχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως να διαταχθεί να παραχωρήσει τη χρήση της κατοικίας στον άλλο σύζυγο. Παρά την παραχώρηση αυτή όμως διατηρεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μισθωτή καθώς η ιδιότητα αυτή παραμένει στον πρόσωπό του. Ο σύζυγος που γίνεται πλέον κάτοχος του ακινήτου δεν γίνεται ταυτόχρονα και μισθωτής και δεν έχει υποχρεώσεις ούτε δικαιώματα απέναντι στον εκμισθωτή.
Δεδομένου ότι τα δικαιώματα του μισθωτή παραμένουν στο πρόσωπο του συζύγου που δεν έχει την κατοχή του ακινήτου, έχει αυτός τη δυνατότητα να λειτουργήσει με τρόπο που βλάπτει τα συμφέροντα του συζύγου – κατόχου. Επί παραδείγματι, μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος καταγγελίας της μισθωτικής σύμβασης, να παραλείψει να ζητήσει την παράταση της μίσθωσης ή ακόμα να διακόψει την πληρωμή του μισθώματος ώστε ο εκμισθωτής να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης. Απένεντι σε αυτές τις βλαπτικές για αυτόν ενέργειες δίνονται στον σύζυγο – κάτοχο δυνατότητες άμυνας. Καταρχήν, η καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης από τον σύζυγο – μισθωτή που γίνεται με μοναδικό σκοπό να βλάψει τα συμφέροντα του άλλου συζύγου είναι άκυρη, ενώ ακόμα κι αν θεωρηθεί έγκυρη, ο σύζυγος – μισθωτής έχει υποχρέωση αποζημίωσης του άλλου συζύγου. Επιπλέον, ο σύζυγος – κάτοχος έχει το δικαίωμα να ζητήσει ο ίδιος παράταση της μισθωτικής σύμβασης, ώστε να μην ζημιωθεί από τυχόν παράλειψη του συζύγου – μισθωτή. Τέλος, στον σύζυγο – κάτοχο δίνεται η δυνατότητα να καταβάλει ο ίδιος το μίσθωμα εάν ο σύζυγος – μισθωτής αρνείται να πληρώσει με σκοπό να αναγκάσει τον εκμισθωτή να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης.
Με ποιον τρόπο ζητείται η παραχώρηση οικογενειακής στέγης και ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο;
Το δικονομικό μέσο με το οποίο έχει τη δυνατότητα ο σύζυγος να ζητήσει την παραχώρηση σε αυτόν της οικογενειακής στέγης είναι η καταψηφιστική αγωγή που ασκείται στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας του εναγομένου, δηλαδή του άλλου συζύγου. Στην απόφαση μπορεί να καθορίζεται η χρονική διάρκεια της παραχώρησης. Υπάρει δυνατότητα με μεταγενέστερη απόφαση να παραταθεί ή να μειωθεί η διάρκεια της παραχώρησης της οικογενιακής στέγης στον σύζυγο ή ακόμα και να αφαιρεθεί το δικαίωμα χρήσης του ακινήτου από τον δικαιούχο σύζυγο, σε περίπτωση που αλλάξουν οι περιστάσεις. Επομένως, η αρχική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να αναθεωρηθεί με νεότερη απόφαση και δε δημιουργεί δεδικασμένο.