Καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου 11 Φεβ , 2013   // Δημοσιεύθηκε στην   Ενημέρωση    Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης

asfaleiesΗ ασφαλιστική σύμβαση, δηλαδή η σύμβαση στα πλαίσια της οποίας μια ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της λήπτη ή σε τρίτο πρόσωπο, κάποια παροχή σε χρήμα, ή και σε είδος εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση αυτή (η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση»), ενέχει εκ φύσης την ιδιαιτερότητα της εξάρτησής της από μία αίρεση, η πλήρωση της οποίας εντούτοις εξαρτάται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από κάποια αντικειμενικά στοιχεία που είναι γνωστά κατά το χρόνο της κατάρτισής της και συνδέονται με το πρόσωπο του λήπτη της ασφάλισης.

Στα πλαίσια αυτά, διακριτή μέριμνα του νομοθέτη απετέλεσε το ζήτημα της προσήκουσας γνωστοποίησης των στοιχείων αυτών από τον λήπτη προς τον ασφαλιστή κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύναψης της σύμβασης, προκειμένου να καθοριστούν συμμέτρως οι ειδικότεροι όροι της και παράλληλα να εξασφαλιστεί η προστασία του ασφαλιστή από την ενδεχόμενη υπαίτια απόκρυψή τους από την πλευρά του αντισυμβαλλομένου του.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του νόμου 2496/1997, κατά τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης ο λήπτης υποχρεούται αφενός να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει και το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του προς ασφάλιση κινδύνου και αφετέρου να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή.

Στα πλαίσια αυτά, και με σκοπό την ασφάλεια δικαίου, ο νόμος εισάγει τεκμήριο υπέρ των στοιχείων και περιστατικών που ο ασφαλιστής θέτει προς τον αντισυμβαλλόμενό του δια γραπτών ερωτήσεων, ως των μόνων που επηρεάζουν την εκ μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Έτσι, ειδικά στην περίπτωση που η σύμβαση καταρτίστηκε με βάση γραπτές ερωτήσεις που έθεσε ο ασφαλιστής, ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες ή ότι δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης ή ότι δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός κι αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε τοιουτοτρόπως με πρόθεση να τον εξαπατήσει. Το ίδιο ουσιαστικά ισχύει και για τυχόν ατέλειες ή πλημμέλειες των απαντήσεων του ερωτηματολογίου, τις οποίες ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί, εκτός κι αν έγιναν από πρόθεση.

Περαιτέρω, αν για οποιονδήποτε λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλιστή, δεν περιήλθαν σε γνώση του τελευταίου στοιχεία ή περιστατικά που είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίησή της μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, αφότου έλαβε γνώση αυτών των στοιχείων ή περιστατικών. Η δε πρόταση του ασφαλιστή για τροποποίηση της σύμβασης θεωρείται ως καταγγελία, αν μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της δεν έγινε δεκτή, υπό τον όρο ότι αυτό αναφέρεται διαυγώς στο έγγραφο της πρότασης.

Τα ίδια δικαιώματα έχει ο ασφαλιστής και στην περίπτωση κατά την οποίαν η παράβαση από την πλευρά του λήπτη έγινε από αμέλειά του, οπότε αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν την τροποποίηση της σύμβασης ή αρχίσει να παράγει αποτελέσματα πριν την καταγγελία από την πλευρά του ασφαλιστή, το ασφάλισμα μειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί, αν δεν είχε επέλθει η παράβαση από τον λήπτη.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους του ασφαλιστή, τα έννομα αποτελέσματα επέρχονται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τότε που η καταγγελία θα περιέλθει στον λήπτη της ασφάλισης ή μετά την πάροδο ενός μηνός από τη λήψη της πρότασης τροποποίησης από την πλευρά του. Εξαίρεση εντούτοις αποτελεί η περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης από δόλο του λήπτη.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου, σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης παραβεί από δόλο την ανωτέρω υποχρέωσή του, ο ασφαλιστής, αφού λάβει γνώση της παράβασης και σταθμίσει τα συμφέροντα του, δικαιούται εναλλακτικά είτε να εμμείνει στη σύμβαση, δηλώνοντας ενδεχομένως τούτο ρητά στο λήπτη, είτε να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από το χρόνο που έλαβε γνώση της παράβασης, απαλλασσόμενος άμεσα μετά τη συντέλεση της καταγγελίας και τη συνακόλουθη λύση της σύμβασης από την υποχρέωση του να καταβάλλει το ασφάλισμα, του λήπτη υποχρεούμενου παράλληλα να αποκαταστήσει κάθε ζημία που τυχόν υπέστη ο ασφαλιστής λόγω της προκείμενης συμπεριφοράς του.

Κατά συνέπεια, για την αζήμια καταγγελία εκ μέρους του ασφαλιστή απαιτείται γνώση του ασφαλισμένου για συγκεκριμένο γεγονός που απέκρυψε από τον ασφαλιστή κατά την κατάρτιση της σύμβασης, χωρίς να αρκεί αμέλεια για την απόκρυψη αυτήν, ενώ επιπλέον το περιστατικό που αποκρύφτηκε θα πρέπει να είναι αντικειμενικά ουσιώδες, άσχετα αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Επομένως, το σχετικό δικαίωμα στον ασφαλιστή παρέχει όχι οποιαδήποτε απόκρυψη αλλά μόνο εκείνη που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει είτε στην μη κατάρτιση της σύμβασης είτε στην κατάρτισή της με διαφορετικούς όρους.

Ιδιαίτερη σημασία ωστόσο ενέχει η περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική περίπτωση επέρχεται πριν περιέλθει σε γνώση του ασφαλιστή η εκ δόλου παράβαση της υποχρέωσης του λήπτη της ασφάλισης, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ο ασφαλιστικός νόμος δεν διαλαμβάνει ρητώς επί αυτής. Στα πλαίσια αυτά, εκτιμήθηκε αφενός ότι δεν είναι σύμφωνο με τη λογική να απαιτείται για την απαλλαγή του ασφαλιστή η εμπρόθεσμη καταγγελία της σύμβασης ασφάλισης εκ μέρους του, τη στιγμή που αυτός αγνοεί την παράβαση που αποτελεί την αιτία της καταγγελίας, και αφετέρου, ότι δεν αρκεί να προστατεύεται ο μη γνώστης της παράβασης ασφαλιστής μόνο μέσω των γενικών διατάξεων περί πλάνης, ώστε να βρίσκεται, από άποψη έννομης προστασίας, σε χειρότερη θέση έναντι εκείνου που γνωρίζει την παράβαση.

Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται εν τέλει δεκτό, ότι στην ανωτέρω περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά η ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 6 του νόμου 2496/1997, με αποτέλεσμα ο ασφαλιστής να απαλλάσσεται αμέσως από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος ακόμα και όταν πληροφορήθηκε την δόλια απόκρυψη των ουσιωδών περιστατικών μετά την επέλευση του κινδύνου, αρκεί να επικαλεσθεί ότι θα είχε προβεί στην καταγγελία της σύμβασης αν είχε λάβει γνώση της παράβασης πριν την επέλευση του κινδύνου.

(Visited 134 times, 1 visits today)