Προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας και αποζημίωση δικαιούχου
Η προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας απετέλεσε, δεδομένης της ιδιαίτερης φύσης του προστατευτέου δικαιώματος, αντικείμενο ιδιαίτερης νομοθετικής προσέγγισης τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η ισχύουσα σήμερα ελληνική νομοθεσία για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα βασίζεται στις ρυθμίσεις του νόμου 2121/1993, όπως έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί (κυρίως με τα άρθρα 3 και 10 του νόμου 2435/1996), ο οποίος και απέβλεψε στην πληρέστερη και αποτελεσματικότερη κατά το δυνατόν προστασία των πνευματικών δημιουργών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου, ή αλλιώς το περιουσιακό δικαίωμα, και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω νόμου, το περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού περιλαμβάνει και την εξουσία του τελευταίου να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη θέση σε κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή των αντιτύπων του έργου με εκμίσθωση και τη μετάδοση ή αναμετάδοσή του στο κοινό δια της τηλεόρασης. Το περιουσιακό αυτό δικαίωμα μπορεί να μεταβιβάζεται εν ζωή με συμβάσεις ή με αποκλειστικές ή απλές άδειες εκμετάλλευσης, αλλά πάντοτε με τη συναίνεση του δημιουργού. Ο δημιουργός έργου λόγου ή τέχνης, ακόμη και εάν μεταβιβάσει το περιουσιακό του δικαίωμα, διατηρεί το ηθικό δικαίωμα επί του έργου του, το οποίο αφενός καθιερώνεται και προστατεύεται από τα άρθρα 57 και 59 του Αστικού Κώδικα, ως εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητάς του, και αφετέρου του παρέχει, μεταξύ άλλων, τις εξουσίες αναγνώρισης της πατρότητας και της περιφρούρησης του έργου του.
Πέραν δε τούτων, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 παρ. 1 περιπτώσεις α’ και γ’ του νόμου 2121/1993, στοιχεία του ηθικού δικαιώματος του πνευματικού δημιουργού είναι, εκτός των άλλων, και η εξουσία απόφασης για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο με τους οποίους το έργο του θα δημοσιευτεί στο κοινό και η εξουσία απαγόρευσης κάθε παραμόρφωσης, περικοπής ή άλλης τροποποίησής του, καθώς και κάθε άλλης προσβολής που αυτός θα υποστεί λόγω των συνθηκών δημόσιας εκτέλεσης του έργου του. Ως δημόσια εκτέλεση θεωρείται κάθε χρήση ή παρουσίαση του έργου, που το καθιστά προσιτό σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον του δημιουργού και ανεξάρτητα από το αν τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται στον ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους.
Στα πλαίσια αυτά, κάθε ενέργεια που συνεπάγεται επέμβαση στις ηθικές ή περιουσιακές εξουσίες του δημιουργού χωρίς την άδειά του ή χωρίς να συντρέχει κάποιος άλλος λόγος που να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής αυτής, συνιστά παράνομη πράξη, η οποία, εφόσον γίνεται υπαίτια, συνιστά αδικοπραξία, τόσο κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ όσο και κατά την ειδική του άρθρου 65 του νόμου 2121/1993.
Στις περιπτώσεις αυτές ο δικαιούχος θα πρέπει να αποδείξει την ενεργητική του νομιμοποίηση, δηλαδή ότι είναι φορέας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, την ταυτότητα του έργου του και την πράξη προσβολής των ηθικών ή περιουσιακών εξουσιών του επί αυτού. Εφόσον δε ζητεί, πέρα από την άρση και την εφεξής παράλειψη της προσβολής, και αποζημίωση, θα πρέπει να αποδείξει επιπλέον και την υπαιτιότητα του προσβολέα καθώς και το μέγεθος της ζημίας που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του τελευταίου. Προς διευκόλυνση δε της απόδειξης της ζημίας του δικαιούχου και του προσδιορισμού της πλήρους αποζημίωσης που αυτός δικαιούται, το άρθρο 65 παρ. 2 εδάφιο β’ του νόμου 2121/1993 καθορίζει ένα ελάχιστο όριο αποζημίωσης, που ανέρχεται στο διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά Νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χωρίς την άδεια του δημιουργού ο υπόχρεος.
Αντιθέτως ο δικαιούχος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι η προσβολή έγινε χωρίς την άδεια του ή ότι συντρέχει άλλος λόγος άρσης του παρανόμου αυτής. Το βάρος της απόδειξης επί του συγκεκριμένου θέματος έχει εκείνος που αρνείται τη συνδρομή της προσβολής (πχ διότι είναι δικαιούχος με «εμπράγματη» άδεια εκμετάλλευσης της προσβαλλόμενης περιουσιακής εξουσίας). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση αποκλείεται ως ένσταση η καλόπιστη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή των περιουσιακών εξουσιών με σύμβαση ή άδεια εκμετάλλευσης, και αν τυχόν προβληθεί απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη, καθόσον, εκτός της εκ των πραγμάτων έλλειψης του στοιχείου της δημοσιότητας και της εμφάνισης προς τα έξω (νοούμενης ως κατοχής) που χαρακτηρίζει την καλόπιστη κτήση κινητών πραγμάτων, το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν αποβλέπει αυτοτελώς στην προστασία των συναλλαγών.
Όλα τα ανωτέρω ζητήματα απασχόλησαν προσφάτως την Ελληνική δικαιοσύνη, σε σχέση με την τηλεοπτική προβολή κινηματογραφικής ταινίας χωρίς την άδεια του δημιουργού-σκηνοθέτη της από την κρατική τηλεόραση. Η υπ’ αριθμόν 313/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρέωσε την εναγόμενη «ΕΡΤ Α.Ε.» να καταβάλει αποζημίωση στον ενάγοντα σκηνοθέτη και πνευματικό δημιουργό αφενός λόγω της εκ μέρους της παράνομης, όπως εκρίθη, προβολής της ταινίας του χωρίς την άδειά του, καθορίζοντας το ύψος της στο διπλάσιο της συνήθους αμοιβής (κατ’ άρθρο 65 παρ. 2 εδάφιο β’ Ν.2121/1993), και αφετέρου ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη από την παράνομη προσβολή των πνευματικών δικαιωμάτων του.