Δικαστική Συμπαράσταση
Η σωματική και διανοητική κατάσταση ενός ενήλικου φυσικού προσώπου ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις να αποκλείει μόνιμα ή προσωρινά ή να αναιρεί εν όλω ή εν μέρει την πραγματική του δυνατότητα να φροντίζει το ίδιο για τις υποθέσεις του και να προστατεύει τα έννομα συμφέροντά του.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτές στις οποίες το πρόσωπο πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή είναι σωματικά ανάπηρο, καθώς και εκείνες όπου εκθέτει σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, καθώς και τους ανιόντες και τους κατιόντες του λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού.
Ενόψει των καταστάσεων αυτών, ο νομοθέτης επέλεξε να προάγει την ανάγκη αντικειμενικής προστασίας αυτών των προσώπων εισάγοντας τον θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης. Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ένα πρόσωπο που έχει σοβαρά ψυχοδιανοητικά ή σωματικά προβλήματα ή χαρακτηρολογικές ανωμαλίες δια δικαστικής απόφασης, κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό μεταπίπτει σε, ολική ή μερική, δικαιοπρακτική ανικανότητα ή έχει ανάγκη της συναίνεσης συγκεκριμένου προσώπου, του δικαστικού συμπαραστάτη, για την έγκυρη κατάρτιση όλωνή ορισμένων δικαιοπραξιών.
Το άρθρο 1667 ΑΚ, ορίζει τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να κινήσουν τη διαδικασία υποβολής του πάσχοντος υπό δικαστική συμπαράσταση, δια της κατάθεσης σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία. Ο κύκλος των προσώπων αυτών είναι περιορισμένος, με την έννοια ότι πέρα από τα αναφερόμενα στο ως άνω άρθρο πρόσωπα, κανένας άλλος, ακόμα και συγγενής, δεν νομιμοποιείται σε υποβολή αίτησης για την κήρυξη του πάσχοντος σε δικαστική συμπαράσταση.
Τα πρόσωπα αυτά είναιο σύζυγος του πάσχοντος (εφόσον κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης αποδεικνύεται η ύπαρξη της έγγαμης συμβίωσης), τα τέκνα του και οι γονείς του, καθένας εκ των οποίων έχει αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, ακόμη και στην περίπτωση ανηλίκου του οποίου δεν ασκεί τη γονική μέριμνα.
Την αίτηση μπορεί να ασκήσει και ο ίδιος ο πάσχων, ενώ η σχετική διαδικασία κινείται, και μάλιστα υποχρεωτικά, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, μετά την πληροφόρησή του από συγγενικά ή άλλα πρόσωπα του πάσχοντος για την κατάσταση του τελευταίου και αφού πρώτα διακριβώσει την ακρίβεια των παρασχεθέντων στοιχείων. Επιπλέον την αίτηση μπορεί να ασκήσει και ο επίτροπος του ανηλίκου κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητάς του και μόνο όταν ο ανήλικος πάσχει από ψυχοδιανοητική διαταραχή.
Στις περιπτώσεις προσώπων που πάσχουν από ψυχοδιανοητικές διαταραχές και μόνο, παρέχεται δυνατότητα και αυτεπάγγελτης επέμβασης του δικαστηρίου, η οποία υποκινείται από την υποχρεωτική γνωστοποίηση της περίπτωσης από πρόσωπα που συνδέονται με τον πάσχοντα. Η δε παράλειψη της γνωστοποίησης, η οποία πρέπει να είναι συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη, συνιστά μη εκπλήρωση της εκ του νόμου επιβαλλόμενης υποχρέωσης, γεγονός που δύναται να δημιουργήσει υποχρέωση των προσώπων αυτών προς αποζημίωση, εάν προκλήθηκε ζημία στον συμπαραστατούμενο από την καθυστέρηση υποβολής του σε δικαστική συμπαράσταση.
Το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αίτησης, και σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν επαρκούν τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα, μπορεί να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση του συμπαραστατέου και να αποφασίσει με βάση τα πορίσματά της τον διορισμό ή μη δικαστικού συμπαραστάτη.
Εξάλλου, το δικαστήριο μπορεί να προβεί στον διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για την αντιμετώπιση επείγουσας φύσης ζητημάτων αλλά και τη διασφάλιση της συμμετοχής του συμπαραστατέου στις τρέχουσες συναλλαγές του. Ο διορισμός αυτός δεν προαπαιτεί την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης, σε αντίθεση με τον διορισμό οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη για τον οποίον η κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση.
Σύμφωνα με το άρθρο 1672 ΑΚ, η εξουσία του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο που κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου. Ως ασφαλιστικό μέτρο νοείται κάθε μέτρο υλικής ή νομικής φύσης απαραίτητο για την εξασφάλιση του προσώπου ή της περιουσίας του συμπαραστατέου εναντίον σοβαρών κινδύνων, όπως η εκποίηση πραγμάτων που υπόκεινται σε φθορά ή η είσπραξη της σύνταξής του, η διακοπή της παραγραφής αλλά και κάθε άλλη διαχειριστική πράξη που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του πάσχοντος ή την προφύλαξη της υγείας του, όπως λ.χ. η υποθήκευση ακινήτου ή λήψη δανείου.
Η δικαστική συμπαράσταση διακρίνεται σε στερητική και επικουρική. Στην πρώτη περίπτωση, ο συμπαραστατούμενος αντιπροσωπεύεται από τον δικαστικό του συμπαραστάτη τόσο για την επιχείρηση δικαιοπραξιών όσο και για τη διεξαγωγή δικών, για τις οποίες έχει κηρυχθεί ανίκανος με δικαστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη ο συμπαραστατούμενος απαιτείται να έχει λάβει απλώς την προγενέστερη έγγραφη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη για την επιχείρηση των αντίστοιχων ενεργειών.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1669 ΑΚ, το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του και εφόσον το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά νόμο να διορισθεί. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που το προτεινόμενο πρόσωπο δεν κρίνεται κατάλληλο για το παραπάνω έργο, το δικαστήριο επιλέγει μεν ελεύθερα το κατάλληλο πρόσωπο, αλλά οφείλει να λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς του, καθώς και τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατούμενο και σ΄ αυτόν που πρόκειται να διοριστεί.
Εάν το δικαστήριο δεν μπορέσει να εξεύρει κατάλληλο πρόσωπο για το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα που έχει συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτό και διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, άλλως στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.
Κατά της απόφασης που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση και διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη ή αρνείται την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα όλα τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 803 ΚΠολΔ), ενώ παρέμβαση ή τριτανακοπή μπορούν να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση.